- Μεγαρικῆς
- ΜεγαρικόςMegarian potteryfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στίλπων — Ένας από τους κυριότερους φιλόσοφους της Μεγαρικής Σχολής, δάσκαλος του Ζήνωνα του Κιτιέα, και μεγάλος πολέμιος της πλατωνικής διδασκαλίας περί Ιδεών. Γεννήθηκε στα Μέγαρα και έζησε εκεί σχεδόν όλη του τη ζωή ως τα βαθιά γεράματα. Φαίνεται πως… … Dictionary of Greek
Σουσαρίων — Έλληνας κωμωδιογράφος, ιδρυτής της Μεγαρικής κωμωδίας στην Αθήνα. Έζησε τον 6o π.Χ. αι. Καταγόταν από τον Τριποδίσκο της Μεγαρικής και εγκαταστάθηκε στον δήμο Ικαρίας της Αττικής, τον σημερινό Διόνυσο, όπου δίδαξε για πρώτη φορά κωμωδία από το… … Dictionary of Greek
АЛЕКСИН — АЛЕКСИН (Ἀλεξίνος) из Элиды (кон. 4 нач. 3 в. до н. э.), греческий философ, представитель Мегарской школы, один из преемников Евбулида. Диоген Лаэртий (D. L. II109), ссылаясь тГермиппа, сообщает, что А. переселился из Элиды в Олимпию, где… … Античная философия
αμαξοκυλιστής — ἁμαξοκυλιστής, ο (Α) 1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών 2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί όνομα μεγαρικής οικογένειας.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + *κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»] … Dictionary of Greek
εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος … Dictionary of Greek
μαγαρικός — μαγαρικός, ὁ (ΑM) πήλινο αγγείο μεγαρικής κατασκευής («μεγαρικὸς κέραμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαρικός < Μέγαρα με αφομοίωση (πρβλ. μαγαρίζω)] … Dictionary of Greek
μεγαρικός — ή, ό (Α μεγαρικός, ή, όν) [Μέγαρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία») 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική η διάλεκτος τών Μεγάρων 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
Αιγόσθενα — I Αρχαία παραλιακή πόλη της Μεγαρίδας. Τα Α., είχαν για ένα διάστημα προσαρτηθεί στη βοιωτική πόλη του Ογχησίου. Η πόλη ήταν χτισμένη στον Αλκυόνιο κόλπο, ο οποίος, στα νεότερα χρόνια, λέγεται Πόρτο Γερμενό. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή από το 1500 … Dictionary of Greek
Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… … Dictionary of Greek
εριστική — (από το έρις = φιλονικία, λογομαχία). Με γενική έννοια, η τέχνη γύρω από τις συζητήσεις και ιδιαίτερα με τη σημασία της επιβολής των απόψεων ενός ατόμου με τη χρησιμοποίηση ειδικών επιχειρημάτων (σοφισμάτων), γι’ αυτό και είναι ταυτόσημη με τη… … Dictionary of Greek